Τι κέρδισε και τι έχασε ο Ερντογάν στην συνάντηση του με Πούτιν και Ραϊσί – Χωρίς «πράσινο φως» για νέα επέμβαση στη Συρία ο Ερντογάν.. Η συνάντηση κορυφής Πούτιν, Ερντογάν, Ραϊσί σηματοδότησε αναβάθμιση της συνεργασίας, αλλά όχι «πράσινο φως» για νέα τουρκική επέμβαση στη Συρία
Η φωτογραφία που δείχνει τον Ιμπραχίμ Ραϊσί να σηκώνει τα χέρια του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήρθε να υπογραμμίσει ότι η «διαδικασία της Αστάνα» αποτυπώνει μια συνολικότερη και στενότερη συνεργασία ανάμεσα σε τρεις χώρες που όπου η μία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η άλλη είναι αυτή τη στιγμή επισήμως ο εχθρός του ΝΑΤΟ και η Τρίτη παραμένει για τις ΗΠΑ μια απειλητική δύναμη.
Βεβαίως, μια πιο προσεκτική ανάγνωση της ιστορίας αυτής της συνεργασία δείχνει τον τρόπο που οι εξελίξεις στη Συρία τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν παίξει έναν ρόλο καταλύτη. Και αυτό γιατί ο εμφύλιος πόλεμος για τη Συρία σήμαινε και για τις τρεις χώρες σημαντικούς κινδύνους, έστω και από διαφορετικές αφετηρίες.
Για τη Ρωσία το ενδεχόμενο να υπάρξει πτώση της κυβέρνησης Άσαντ σήμαινε τον κίνδυνο να χάσει έναν πολύτιμο σύμμαχο στην περιοχή που εκτός όλων των άλλων εξασφάλισε και ρωσικές βάσεις στη Μεσόγειο.
Για το Ιράν το ενδεχόμενο να πάρουν την εξουσία στη Συρία κινήματα ενός σουνιτικού φονταμενταλισμό, όπως το Ισλαμικό Κράτος, απειλούσε τόσο τους σιιτικούς πληθυσμούς, ιδίως στο γειτονικό Ιράκ, όπως και το συνολικότερο συσχετισμό δύναμης στην περιοχή.
Και για την Τουρκία, που αρχικά θεώρησε ότι ήταν ευκαιρία για «αλλαγή καθεστώτος» στη Συρία, ο μεγάλος κίνδυνος ήταν ένα μέσα σε αυτή την αποδιαρθρωτική συνθήκη προχωρούσε το ενδεχόμενο να διαμορφωθεί οιονεί κουρδική κρατική οντότητα στο συριακό έδαφος και μάλιστα υπό την καθοδήγηση του PKK.
Η στάση Ρωσίας και Ιράν
Η Ρωσία και το Ιράν είχαν εξαρχής μια σαφή τοποθέτηση: να στηρίξουν την κυβέρνηση της Δαμασκού απέναντι στις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις και σε αυτή τη βάση να ενισχύσουν μια πολιτική διαδικασία που να εξασφαλίζει ότι η Συρία θα παρέμενε μια ενιαία κυρίαρχη κρατική οντότητα.
Το τελευταίο σήμαινε ότι τόσο η Ρωσία όσο και το Ιράν δεν επιθυμούσαν να υπάρξει μια κουρδική κρατική οντότητα μέσα στο έδαφος της Συρίας. Η Ρωσία για να μην αποδυναμωθεί η θέση της Δαμασκού και το Ιράν, που έχει κουρδική μειονότητα, για να μην ανοίξει ένας κύκλος αλλαγών συνόρων γύρω από το κουρδικό. Επίσης, καμιά από τις δύο χώρες δεν βλέπει με καλό μάτι ότι οι κουρδικές πολιτοφυλακές YPG αποτελούν τον βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ μέσα στη Συρία.
Αυτό το στοιχείο είναι που προσέλκυσε και την Άγκυρα. Η Τουρκία επισήμως έχει ακόμη θέση υπέρ της ανατροπής της κυβέρνησης Άσαντ και στηρίζει τους ένοπλους ισλαμιστές του «Συριακού Εθνικού Στρατού». Όμως, γνωρίζει ότι χωρίς τη συνεργασία της Ρωσίας και του Ιράν δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τους Κούρδους. Ιδίως από τη στιγμή που οι ΗΠΑ επιμένουν στη συνεργασία μαζί τους και τους αντιμετωπίζουν ως τον τρόπο με τον οποίο διατηρούν μια παρουσία και κυρίως ένα δικαίωμα να έχουνε εμμέσως λόγο για τις μεταπολεμικές εξελίξεις στη Συρία. Άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό η τουρκική παρουσία μέσα στη Συρία στηρίζεται στο πώς το επιτρέπουν κυρίως οι ρωσικές δυνάμεις. Επιπλέον, ο τρόπος που η Ρωσία διαχειρίζεται με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις την κατάσταση στον θύλακα της Ιντλίμπ έχει σημασία και για την Τουρκία, καθώς σημαίνει ότι υπάρχει μια ισορροπίες με τις άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις στην περιοχή.
Η κοινή συνισταμένη και των τριών χωρών για τη Συρία είναι ακριβώς η επιμονή σε μια ενιαία και κυρίαρχη Συρία, δηλαδή μια Συρία στην οποία δεν θα γίνει προσπάθεια αυτονόμησης ή αυτοδιάθεσης κάποιας περιοχής.
Βεβαίως η διαχείριση της ισορροπίας αυτής δεν είναι πάντα εύκολη. Η Ρωσία και το Ιράν πιέζουν για να υπάρξει μια επιτάχυνση της πορείας προς μια πολιτική λύση, μέσα από το διάλογο που έχει ήδη αρχίσει, πράγμα που στον ορίζοντά του θα έθετε θέμα για τις ένοπλες οργανώσεις που δρουν ακόμη, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υποστηρίζει η Τουρκία, και βεβαίως θα σημαίνει ότι υπάρχει μια ενιαία κυριαρχία στο σύνολο της έκτασης της Συρίας.
Όμως, η Τουρκία φαίνεται να διεκδικεί να διατηρήσει και να αναβαθμίσει την παρουσία της στο συριακό έδαφος, επιδιώκοντας όχι μόνο να χτυπήσει τους Κούρδους αλλά και να τροποποιήσει την πληθυσμιακή σύνθεση σε αυτές τις περιοχές. Αυτό τη φέρνει σε μια αντίθεση και με τη Ρωσία και με το Ιράν.
«Όχι» σε νέα τουρκική επιχείρηση στη Συρία
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και γιατί τόσο η Ιρανική ηγεσία, δια στόματος του ίδιου του ανώτατου ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεΐ και η Ρωσία έκαναν σαφές στην Τουρκία ότι δεν μπορούν εγκρίνουν μια ακόμη επιχείρηση και δη μια επιχείρηση στην οποία θα εκκαθαρίζονταν οι Κούρδοι από την Ταλ Ριφάατ και την Μανμπίτζ. Και αυτό γιατί η Τουρκία εννοεί να πάνε εκεί τουρκικές δυνάμεις μαζί με τις ένοπλες οργανώσεις της αντιπολίτευσης που η Τουρκία υποστηρίζει. Αυτό είναι σε ευθεία σύγκρουση με τον στόχο και των κυβερνητικών δυνάμεων αλλά και της Ρωσίας και του Ιράν να επεκταθεί και όχι να συρρικνωθεί η έκταση όπου ασκεί εξουσία η κυβέρνηση της Δαμασκού. Η δέσμευση της Ρωσίας το 2019 για σταδιακή απομάκρυνση των κουρδικών ενόπλων πολιτοφυλακών από την περιοχή αφορούσε ακριβώς τον κυβερνητικό έλεγχο αυτών των περιοχών και όχι τον τουρκικό. Αυτή ήταν η δεύτερη άρνηση που εισέπραξε η Τουρκία, με την πρώτη να είναι προφανώς από τις ΗΠΑ που δεν θα ήθελε να πληγούν βασικοί σύμμαχοί τους. Και αυτό σημαίνει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να προχωρήσει σε νέα μεγάλη επιχείρηση η Τουρκία, χωρίς να βρεθεί σε άμεση αντιπαράθεση τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τη Ρωσία και το Ιράν.
Το κοινό ανακοινωθέν
Το κοινό ανακοινωθέν από τη σύνοδο κορυφής της Τεχεράνης αποτυπώνει τη συνισταμένη των τριών χωρών και κάποια σημεία που σκοπό έχουν να καθησυχάσουν τους φόβους της Τουρκίας. Επαναλαμβάνεται η θέση για «κυριαρχία, ανεξαρτησία, ενότητα και εδαφική ακεραιότητα της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας», η καταδίκη όλων των μορφών τρομοκρατίας αλλά και η καταδίκη των «μη νομιμοποιημένων πρωτοβουλιών αυτοκυβέρνησης», μια σχεδόν ευθεία αναφορά στους Κούρδους.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η «αντίθεση στην παράνομη αρπαγή και μεταφορά εισοδημάτων από πετρέλαιο που πρέπει να ανήκουν στη Συρία», που αναφέρεται στον τρόπο που οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τα κοιτάσματα πετρελαίου και τις εγκαταστάσεις εξόρυξης στις περιοχές που ελέγχουν οι Κούρδοι.
Την ίδια στιγμή η αναφορά ότι στη Βόρεια Συρία «η ασφάλεια και η σταθερότητα στην περιοχή μπορούν να επιτευχθούν μόνο στη βάση της διατήρησης της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας» κάνει σαφές ότι η διέξοδος που δίνεται στους Κούρδους είναι να απεμπολήσουν τα όποια σχέδια αυτόνομης οντότητας και να συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία για την αυριανή μέσα στη Συρία.
Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι στο φόντο των απειλών της Τουρκίας για νέα στρατιωτική επιχείρηση στο έδαφος της Συρίας έχουν υπάρξει συνεννοήσεις ανάμεσα στις «Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις», που ελέγχονται από τους Κούρδους, και τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, ώστε να ενισχυθεί η παρουσία των κυβερνητικών δυνάμεων σε περιοχές που ελέγχονταν από τους Κούρδους
Ιδιαίτερη σημασία έχει παρά τη σημασία του το σημείο 13 του κοινού ανακοινωθέντος που αναφέρει ότι πέραν από την κατάσταση στη Συρία, οι τρεις χώρες «επιβεβαίωσαν την πρόθεσή τους να ενισχύσουν τον τριμερή συντονισμό τους σε διάφορα πεδία με σκοπό να προωθήσουν την πολιτική και οικονομική συνεργασία», κάτι που παραπέμπει σε κάτι αρκετά κοντά στο είδος «ευρασιατικής ολοκλήρωσης» που ιδίως η Ρωσία και το Ιράν δείχνουν να πρoωθούν.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια μέρα υπογράφηκε και συμφωνία ανάμεσα στη ρωσική Gazprom και την Εθνική Ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου ύψους 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μια συμφωνία με ευρύτερη σημασία, εάν αναλογιστούμε ότι η Ρωσία έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου και το Ιράν τα αμέσως επόμενα μεγαλύτερα.
Διαβάστε: Πτώση Antonov: Η Valir και η «αόρατη» μεταφορική