Πώς οι Φάουτσι και Κόλινς φρόντισαν να «πνίξουν» κάθε φωνή που απεκάλυπτε τα εγκλήματά τους.. Οι σκοτεινές κινήσεις που στέρησαν από τον κόσμο την αλήθεια και που μας οδήγησαν στα πιο δυστοπικά μονοπάτια της ιστορίας μας…
Φάουτσι και Κόλινς: Tεράστια νίκη για τον επιφανή δικηγόρο Άαρον Σίρι ο οποίος έλαβε επιτέλους τις αναφορές που το CDC δεν ήθελε να δείτε. Το 7,7% των 10 εκατομμυρίων χρειάστηκε να αναζητήσουν ιατρική φροντίδα μετά την ένεση. Ένα εκπληκτικό 25% έχασε τη δουλειά του και είχε κάποιο σοβαρό γεγονός που επηρέασε την κανονική του ζωή. Η αλήθεια βγαίνει στο φως!
To κορυφαίο περιοδικό Tabletmag τώρα αποκαλύπτει πως η αμερικανική ηγεσία και οι Δρ. Άντονι Φάουτσι και Φράνσις Κόλινς του NIH φρόντισαν να πνίξουν κάθε φωνή που απεκάλυπτε τα εγκλήματά τους>
Ένα ζεστό Σαββατοκύριακο του Οκτώβρη του 2020, τρεις επιδημιολόγοι με άριστα διαπιστευτήρια —οι Τζαγιάντα Μπαταχαριά, Σουνέτρα Γκούπτα και Μάρτιν Κούλντορφ, των Πανεπιστημίων του Στάνφορντ, της Οξφόρδης και του Χάρβαρντ αντίστοιχα— συγκεντρώθηκαν με μερικούς δημοσιογράφους, συγγραφείς και οικονομολόγους σε ένα κτήμα στο Μπέρκσαιρ, εκεί που το Αμερικανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών είχε συγκεντρώσει επικριτές των lockdown και άλλων κυβερνητικών περιορισμών που σχετίζονταν με την COVID.
Από την Τζανίν Γιούνες για το tabletmag.com
Το πρωί της Κυριακής, λίγο πριν αποχωρήσουν οι καλεσμένοι, οι επιστήμονες παρουσίασαν τις απόψεις τους -ότι τα lockdown κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό και ότι οι πόροι πρέπει να αφιερωθούν στην προστασία των ευάλωτων και όχι στο κλείσιμο της κοινωνίας- σε ένα κοινό ανακοινωθέν που ονομάστηκε «Η Διακήρυξη του Great Barrington», εξαιτίας της πόλης στην οποία συντάχθηκε.
Το κείμενο άρχισε να κυκλοφορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συγκέντρωσε γρήγορα υπογραφές, μεταξύ άλλων και από άλλους επιστήμονες με υψηλή πιστοποίηση. Τα περισσότερα κεντρικά ειδησεογραφικά πρακτορεία και οι επιστήμονες που σχετίζονταν με το θέμα κατήγγειλαν τη Διακήρυξη με κατηγορηματικό τρόπο. Όταν ήρθαν σε επαφή με δημοσιογράφους, οι Δρ. Φαουτσι και Κόλινς του NIH αποκήρυξαν δημόσια και θορυβωδώς την «επικίνδυνη» δήλωση, δυσφημίζοντας τους επιστήμονες -που όλοι θεωρούνται γενικά στην κορυφή των πεδίων τους- ως «περιθωριακούς επιδημιολόγους».
Κατά τη διάρκεια των επόμενων αρκετών μηνών, οι τρεις επιστήμονες αντιμετώπισαν ένα μπαράζ καταδίκης: Ονομάστηκαν ευγονιστές και αντι-εμβολιαστές, ψευδώς υποστηρίχθηκε ότι ήταν «χρηματοδοτούμενοι από τον Kοχ» και ότι είχαν συντάξει τη δήλωση για οικονομικά οφέλη. Οι επιθέσεις κατά των υπογραφόντων της «Διακήρυξης του Great Barrington» πολλαπλασιάστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις σελίδες των New York Times και του Guardian.
Ωστόσο, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ελήφθησαν κατόπιν αιτήματος FOIA, του Νόμου περί Ελευθερίας της Πληροφόρησης, αποκάλυψαν αργότερα ότι αυτές οι επιθέσεις δεν ήταν προϊόντα μιας ανεξάρτητης αντικειμενικής διαδικασίας συλλογής ειδήσεων του είδους που εξακολουθούν να διαφημίζουν εκδόσεις όπως οι Times και ο Guardian.
Μάλλον, ήταν οι καρποί μιας επιθετικής προσπάθειας διαμόρφωσης των ειδήσεων από τους ίδιους κυβερνητικούς αξιωματούχους των οποίων οι πολιτικές είχαν επικρίνει οι τρεις επιδημιολόγοι. Τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του Φαόυτσι και του Κόλις αποκάλυψαν ότι οι δύο αξιωματούχοι είχαν συνεργαστεί και με διάφορα μέσα ενημέρωσης, όπως το Wired και το The Nation, για να ενορχηστρώσουν μια «ακύρωση» της δήλωσης.
Η στόχευση των επιστημόνων δεν σταμάτησε ούτε από τους γραφειοκράτες που είχαν σιωπηρά επικρίνει. Οι Μπαταχαριά, Γκούπτα και Κούλντορφ σύντομα έμαθαν ότι η δήλωσή τους λογοκρίθηκε σε μεγάλο βαθμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου να αποτραπεί οι επιστημονικές απόψεις τους να φτάσουν στο κοινό. Ο Κούλντορφ-τότε, ο πιο δραστήριος από τους τρεις διαδικτυακά- άρχισε σύντομα να βιώνει τη λογοκρισία των δικών του αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Για παράδειγμα, το Twitter λογόκρινε ένα από τα tweets του, στο οποίο έγραφε ότι: «Το να πιστεύει κανείς ότι όλοι πρέπει να εμβολιάζονται είναι τόσο επιστημονικά λανθασμένο όσο το να πιστεύει ότι κανείς δεν πρέπει να εμβολιαστεί. Τα εμβόλια κατά της COVID είναι σημαντικά για τους ηλικιωμένους, τα άτομα υψηλότερου κινδύνου και τους φροντιστές τους. Εκείνοι με προηγούμενη φυσική μόλυνση δεν τα χρειάζονται. Όχι τα παιδιά».
Οι αναρτήσεις στο Twitter και το LinkedIn του Κούλτορφ, που επέκριναν τις εντολές για την υποχρεωτική χρήση μάσκας και εμβολίων, χαρακτηρίστηκαν παραπλανητικές ή αφαιρέθηκαν εντελώς. Τον Μάρτιο του 2021, το YouTube κατέβασε ένα βίντεο που παρακολουθούσε μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης που είχαν οι Μπαταχαριά, Γκούπτα, Κούλντορφ και ο Δρ. Σκοτ Άτλας με τον κυβερνήτη Ρον Ντε Σάντις της Φλόριντα, στην οποία οι συμμετέχοντες επέκριναν τις εντολές για μάσκα και εμβόλια.
- Διαβάστε επίσης – Αποκάλυψη από FDA: Ένοχο το εμβόλιο Pfizer για σοβαρά προβλήματα σε καρδιά, εγκέφαλο, πνεύμονες, αγγεία, αίμα
Εξαιτίας αυτής της λογοκρισίας, οι Μπαταχαριά και Κούλντορφ είναι τώρα ενάγοντες στην υπόθεση Μιζούρι εναντίον Μπάιντεν, μία αγωγή που ασκήθηκε από τους γενικούς εισαγγελείς του Μιζούρι και της Λουιζιάνα, καθώς και από τη New Civil Liberties Alliance (NCLA), η οποία τους εκπροσωπεί και δύο άλλα πρόσωπα, τους Δρ Άαρον Κεριάτι και Τζιλ Χάινς. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν και ορισμένες ομοσπονδιακές υπηρεσίες εξανάγκασαν τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να λογοκρίνουν αυτoύς και άλλους επειδή επέκριναν τις πολιτικές της κυβέρνησης για την COVID.
Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση Μπάιντεν και οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν μετατρέψει οποιαδήποτε ιδιωτική ενέργεια από τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης σε κρατική ενέργεια, κατά παράβαση της Πρώτης Τροποποίησης του αμερικανικού Συντάγματος. Όπως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει εδώ και καιρό και ο δικαστής Τόμας εξήγησε μόλις πέρυσι, «[η] κυβέρνηση δεν μπορεί να επιτύχει μέσω απειλών για δυσμενείς κυβερνητικές ενέργειες αυτό που το Σύνταγμα της απαγορεύει να κάνει με άμεσο τρόπο».
Τα ομοσπονδιακά περιφερειακά δικαστήρια απέρριψαν πρόσφατα παρόμοιες υποθέσεις με το επιχείρημα ότι οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να αποδείξουν την κρατική δράση. Σύμφωνα με αυτούς τους δικαστές, οι δημόσιες παραδοχές από την τότε γραμματέα Τύπου του Λευκού Οίκου, Τζεν Σάκι, ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν διέταζε τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να λογοκρίνουν ορισμένες αναρτήσεις, καθώς και δηλώσεις από την Σάκι, τον Πρόεδρο Μπάιντεν, τον γενικό χειρουργό Βιβέκ Μέρθι και τον γραμματέα του DHS, Αλεχάντρο Μαγιόρκας, μέσω των οποίων αιωρούνταν απειλές για ρυθμιστικές ή άλλες νομικές ενέργειες εάν οι εταιρείες των social media αρνούνταν να πράξουν αναλόγως, και πάλι δεν αρκούσαν για να αποδειχθεί ότι οι ενάγοντες λογοκρίθηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω κυβερνητικών ενεργειών.
- Διαβάστε επίσης – Βασιλακόπουλος: «Βλάκες και χαζοί οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί – Δεν θα έχουμε υποχρεωτικότητα λόγω εκλογών»
Με άλλα λόγια, οι δικαστές αρνήθηκαν να δεχθούν την παρουσία της κυβέρνησης στη λογοκρισία. Αλλά ο δικαστής του Μιζούρι κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα, καθορίζοντας ότι υπήρχαν αρκετά στοιχεία στους φακέλους προκειμένου να συμπεράνει ότι η κυβέρνηση εμπλέκεται στη λογοκρισία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ικανοποιώντας το αίτημα των εναγόντων για εξέταση στο στάδιο της προκαταρκτικής δικαστικής διαδικασίας.
Τα έγγραφα του Μιζούρι, μαζί με ορισμένα που ελήφθησαν μέσω της έρευνας της υπόθεσης Berenson v. Twitter και ενός αιτήματος FOIA (Νόμος για την Ελευθερία της Πληροφόρησης) από την America First Legal, εκθέτουν την έκταση της οικειοποίησης των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών από την αμερικανική διοίκηση προκειμένου να επιφέρει ένα τεράστιο και άνευ προηγουμένου καθεστώς λογοκρισίας που βασίζεται σε απόψεις από τις πληροφορίες που οι περισσότεροι Αμερικανοί βλέπουν, ακούν και διαβάζουν.
Τουλάχιστον 11 ομοσπονδιακοί φορείς και περίπου 80 κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν δώσει ρητά οδηγίες στις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να καταργούν αναρτήσεις και να αφαιρούν ορισμένους λογαριασμούς χρηστών που παραβιάζουν τις προτιμήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της ίδιας της κυβέρνησης για την κάλυψη θεμάτων που περιλαμβάνουν από τους περιορισμούς για την COVID, τις εκλογές του 2020, έως το σκάνδαλο με τους φορητούς υπολογιστές του Χάντερ Μπάιντεν.
Η αλληλογραφία που κοινοποιήθηκε στο Μιζούρι επιβεβαιώνει περαιτέρω τη θεωρία ότι οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης αύξησαν δραματικά τη λογοκρισία υπό την πίεση της κυβέρνησης, ενισχύοντας τους ισχυρισμούς σχετικά με την Πρώτη Τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος. Για παράδειγμα, λίγο αφότου ο Πρόεδρος Μπάιντεν υποστήριξε τον Ιούλιο του 2021 ότι το Facebook (Meta) «σκότωνε ανθρώπους», επιτρέποντας τη διείσδυση της «παραπληροφόρησης» σχετικά με τα εμβόλια για την COVID, ένα στέλεχος της εταιρείας επικοινώνησε με τον γενικό χειρουργό της διοίκησης για να κατευνάσει τον Λευκό Οίκο.
Σε ένα μήνυμα κειμένου προς τον Μέρθι, το στέλεχος αναγνώρισε ότι η «ομάδα του FB» «αισθανόταν θλιμμένη» καθώς «δεν είναι υπέροχο να κατηγορείσαι για δολοφονία ανθρώπων», ενώ προσπάθησε να «αποκλιμακώσει την ένταση και να συνεργαστεί με αρμονία». Αυτές δεν είναι λέξεις ενός ατόμου που ενεργεί ελεύθερα. Αντίθετα, δηλώνουν τη νοοτροπία κάποιου που θεωρεί τον εαυτό του υποχείριο και υπόκειται σε απειλή τιμωρίας από έναν ανώτερο του.
Ένα άλλο μήνυμα, που ανταλλάχθηκε μεταξύ της Τζεν Ίστερλι, διευθύντριας της Υπηρεσίας Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομών (CISA), και ενός άλλου υπαλλήλου της CISA που εργάζεται τώρα στη Microsoft, ανέφερε: «Οι πλατφόρμες πρέπει να συμβαδίζουν περισσότερο με την κυβέρνηση. Είναι πραγματικά ενδιαφέρον πόσο διστακτικές παραμένουν». Αυτό είναι άλλο ένα αδιαμφισβήτητο στοιχείο ότι οι εταιρείες κοινωνικών μέσων λογοκρίνουν περιεχόμενο υπό την πίεση της κυβέρνησης και όχι λόγω των ιδεών των διευθυντών τους για το εταιρικό ή κοινό καλό.
Περαιτέρω, τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποδεικνύουν ρητά ότι οι εταιρείες κοινωνικών μέσων ενέτειναν τις προσπάθειες λογοκρισίας και απομάκρυναν συγκεκριμένα άτομα από τις πλατφόρμες τους ως απάντηση στα αιτήματα της κυβέρνησης. Μόλις μια εβδομάδα αφότου ο Πρόεδρος Biden κατηγόρησε τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης ότι «σκοτώνουν ανθρώπους», το στέλεχος της Meta που αναφέρεται παραπάνω έγραψε στον γενικό χειρουργό της διοίκησης ένα email, αναφέροντας του:
«Ήθελα να βεβαιωθώ ότι είδατε τα βήματα που κάναμε μόλις την περασμένη εβδομάδα για να προσαρμόσουμε τις πολιτικές μας σε σχέση με την παραπληροφόρηση, καθώς και τα βήματα που έγιναν περαιτέρω για την αντιμετώπιση της “ντουζίνας παραπληροφόρησης”: Αφαιρέσαμε 17 επιπλέον Σελίδες, Ομάδες και λογαριασμούς Instagram που συνδέονται με [αυτές]».
Περίπου ένα μήνα αργότερα, το ίδιο στέλεχος ενημέρωσε τον Μέρθι, ότι η Meta σκόπευε να επεκτείνει τις πολιτικές της για τον COVID προκειμένου να «περιορίσει περαιτέρω την εξάπλωση δυνητικά επιβλαβούς περιεχομένου» και ότι η εταιρεία «αυξάνει τη δύναμη κατά των αρνητικών μηνυμάτων που αφορούν την COVID και όλων όσων σχετίζονται με τα εμβόλια».
Ο Άλεξ Μπέρενσον, πρώην ρεπόρτερ των New York Times και εξέχων επικριτής των περιορισμών της COVID-19 που επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση, δημοσίευσε εσωτερικές επικοινωνίες του Twitter που απέκτησε μέσω της έρευνας στη δική του μήνυση που δείχνουν ότι υψηλόβαθμα μέλη της κυβέρνησης Biden, συμπεριλαμβανομένου του ανώτερου στελέχους του Λευκού Οίκου COVID-19 συμβούλου, Άντι Σλάβιτ, είχαν πιέσει το Twitter να αναστείλουν οριστικά τον προσωπικό λογαριασμό του από την πλατφόρμα.
- Διαβάστε επίσης – ΕΚΤΑΚΤΟ: Συνελήφθη Ο διευθύνων σύμβουλος της αμερικανικής εταιρείας εκλογικού λογισμικού Konnech για αποθήκευση δεδομένων σε διακομιστές στην Κίνα
Σε μηνύματα από τον Απρίλιο του 2021, ένας υπάλληλος του Twitter σημείωνε ότι μια συνάντηση με τον Λευκό Οίκο είχε πάει σχετικά καλά, αν και στους εκπροσώπους της εταιρείας είχε τεθεί «μία πραγματικά σκληρή ερώτηση σχετικά με το γιατί ο Μπέρενσον δεν έχει απομακρυνθεί από την πλατφόρμα», στην οποία «ευσπλαχνικά δώσαμε απαντήσεις» (η έμφαση είναι δική μας).
Περίπου δύο μήνες αργότερα, ημέρες αφότου ο Δρ. Φάουτσι επέκρινε δημόσια τον Μπέρενσον ως κίνδυνο, και αμέσως μετά τη δήλωση του προέδρου ότι οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης «σκότωναν ανθρώπους» και παρά τις διαβεβαιώσεις από υψηλά στελέχη της εταιρείας ότι ο λογαριασμός του δεν κινδύνευε, το Twitter ανέστειλε οριστικά τον λογαριασμό του Μπέρενσον. Εάν αυτό δεν χαρακτηρίζεται ως κυβερνητική λογοκρισία κατά ενός ατόμου η οποία βασίζεται στην επίσημη αποδοκιμασία των απόψεών του, θα ήταν δύσκολο να πούμε τι άλλο θα μπορούσε να είναι. Ο Μπέρενσον αποκαταστάθηκε στο Twitter τον Ιούλιο του 2022 ως μέρος του διακανονισμού της αγωγής του.
Το 1963, το Ανώτατο Δικαστήριο, αποφασίζοντας για την υπόθεση Bantam Books v. Sullivan, έκρινε ότι «οι λεπτώς καλυμμένες απειλές δημοσίων λειτουργών προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον» βιβλιοπωλών που είχαν στην κατοχή τους υλικό που περιείχε άσεμνο περιεχόμενο θα μπορούσαν να συνιστούν παραβίαση της Πρώτης Τροποποίησης. Το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να ισχύσει και για την εκστρατεία της κυβέρνησης Μπάιντεν προκειμένου να πιέσει τις εταιρείες τεχνολογίας να επιβάλουν τις απόψεις της.
Το ερώτημα για το πώς η κυβέρνηση Μπάιντεν πέτυχε να ωθήσει τις μεγάλες τεχνολογίες να τηρήσουν τους περιορισμούς που είχε θέσει δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απαντηθεί. Οι εταιρείες τεχνολογίας, πολλές από τις οποίες κατέχουν μονοπωλιακές θέσεις στις αγορές τους, φοβούνται εδώ και καιρό και αντιστέκονται στις κυβερνητικές ρυθμίσεις.
Αναμφισβήτητα -και όπως αποκαλύπτεται ρητά από το μήνυμα κειμένου που ανταλλάχτηκε μεταξύ του Μέρθι και του στελέχους του Twitter- η προοπτική του να θεωρηθεί κάποιος υπεύθυνος για τους θανάτους από την COVID είναι εξόχως ανησυχητική. Ακριβώς όπως οι βιβλιοπώλες στο Μπαντάμ, οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναμφίβολα «δεν αγνοούν ελαφρά» τέτοιες πιθανές συνέπειες, όπως υποδηλώνει η χρήση του όρου «ευσπλαχνικά» από το Twitter.
Μένει να δούμε αν οι Μπαταχαριά και Κούλντροφ θα μπορέσουν να αποδείξουν ότι ο Φάουτσι και ο Κόλινς διέταξαν ρητά τις εταιρείες τεχνολογίας να λογοκρίνουν εκείνους και τη Διακήρυξη του Great Barrington. Αναμένονται περισσότερες αποκαλύψεις, από κορυφαίους αξιωματούχους του Λευκού Οίκου, συμπεριλαμβανομένου του Δρ. Φάουτσι, που μπορεί να αποδείξουν ακόμη πιο άμεση ανάμειξη της κυβέρνησης στο να εμποδίσει τους Αμερικανούς να ακούσουν τις απόψεις τους. Ωστόσο, στους Μπαταχαριά, Κούλντροφ και σε αμέτρητους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παραβιάστηκαν τα δικαιώματα της Πρώτης Τροποποίησης.
Η εμπλοκή της κυβέρνησης στη λογοκρισία συγκεκριμένων απόψεων και ο άμεσος ρόλος της στην κλιμάκωση αυτής της λογοκρισίας εμπεριέχει αυτό που είναι γνωστό στο άρθρο της Πρώτης Τροποποίησης ως «ανατριχιαστικό αποτέλεσμα» («chilling effect»): Φοβούμενοι τις επιπτώσεις της διατύπωσης ορισμένων απόψεων, οι άνθρωποι αυτολογοκρίνονται αποφεύγοντας αμφιλεγόμενα θέματα.
Αμέτρητοι Αμερικανοί, συμπεριλαμβανομένων των εναγόντων του Μιζούρι, έχουν επιβεβαιώσει ότι διακατέχονται ακριβώς από αυτό, δηλαδή από φόβο μήπως χάσουν σημαντικούς και μερικές φορές επικερδείς λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι μπορεί να περιέχουν και να μεταφέρουν σημαντικό κοινωνικό και πνευματικό κεφάλαιο.
Επιπλέον, το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι απόρροια του δικαιώματος ελευθερίας του λόγου της Πρώτης Τροποποίησης είναι το δικαίωμα λήψης πληροφοριών επειδή «το δικαίωμα λήψης ιδεών απορρέει αναπόφευκτα από το δικαίωμα που δίνει η Πρώτη Τροποποίηση να τις απευθύνει».
Όλοι οι Αμερικανοί έχουν στερηθεί —από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών— το δικαίωμα τους, όσον αφορά την Πρώτη Τροποποίηση, να ακούσουν τις απόψεις του Μπέρενσον, καθώς και των Δρ. Μπαταχαριά, Γκούπτα και Κούλντορφ, και μυριάδων επιπλέον ατόμων, όπως των ρεπόρτερ που αποκάλυψαν την ιστορία του φορητού υπολογιστή του Χάντερ Μπάιντεν για λογαριασμό της New York Post και καταγγέλθηκαν ως πράκτορες της ρωσικής παραπληροφόρησης και οι οποίοι λογοκρίθηκαν από πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατόπιν παρότρυνσης της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
- Διαβάστε επίσης – Φιλορωσικά καθεστώτα ξεφυτρώνουν στην Αφρική
Αυτή η στέρηση στραγγάλισε τη δημόσια συζήτηση για πολλά θέματα, αναμφισβήτητα δημόσιας σημασίας. Επέτρεψε στους Φάουτσι, Κόλινς και σε διάφορους άλλους κυβερνητικούς παράγοντες και υπηρεσίες, να παραπλανήσουν το κοινό, σχετικά με το αν υπήρξε ποτέ επιστημονική συναίνεση σχετικά με τα lockdown, τις εντολές μάσκας και τις εντολές εμβολίων. Επηρέασε επίσης αναμφισβήτητα τις εκλογές του 2020.
Η αμερικανική διοίκηση έχει επιτύχει τη δημόσια συναίνεση των δραστηριοτήτων λογοκρισίας της, πείθοντας πολλούς Αμερικανούς ότι η διάδοση της «παραπληροφόρησης» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και ακόμη και για την εθνική ασφάλεια. Πριν από περισσότερο από μισό αιώνα, στην περιβόητη υπόθεση New York Times v. United States (όταν η κυβέρνηση Νίξον προσπάθησε να εμποδίσει την εφημερίδα να τυπώσει τα Pentagon Papers) ο δικαστής Ούγκο Μπλακ απέρριψε την άποψη ότι η κυβέρνηση μπορεί να επικαλεστεί τέτοιες έννοιες για να παρακάμψει την Πρώτη Τροποποίηση: «[η] λέξη “ασφάλεια” είναι μια ευρεία, ασαφής γενικότητα της οποίας τα περιγράμματα δεν πρέπει να επικαλεστούμε για την κατάργηση του θεμελιώδους νόμου που ενσωματώνεται στην Πρώτη Τροποποίηση», έγραψε.
Ο δικαστής Μπλακ επικαλέστηκε μια απόφαση του 1937 από τον δικαστή Τσαρλς Χιούζ που εξηγούσε ότι αυτή η προσέγγιση ήταν θλιβερά λανθασμένη: «Όσο μεγαλύτερη είναι η σημασία της προστασίας της κοινότητας από υποκινήσεις για την ανατροπή των θεσμών μας με τη βία, τόσο πιο επιτακτική είναι η ανάγκη να διατηρηθούν τα απαραβίαστα συνταγματικά δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου, του ελεύθερου τύπου και της ελεύθερης συνάθροισης… ότι η κυβέρνηση μπορεί να ανταποκρίνεται στη βούληση του λαού και ότι οι αλλαγές, εάν επιθυμούνται, μπορούν να επιτευχθούν με ειρηνικά μέσα. Εκεί βρίσκεται η ασφάλεια της Δημοκρατίας, του ίδιου του θεμελίου της συνταγματικής διακυβέρνησης».
Οι Ιδρυτές των ΗΠΑ κατάλαβαν ότι η χάραξη γραμμών γίνεται ουσιαστικά αδύνατη μόλις αρχίσει η λογοκρισία και ότι οι προσωπικές απόψεις και οι προκαταλήψεις εκείνων που κάνουν τη λογοκρισία αναπόφευκτα έχουν ενεργό ρόλο. Επιπλέον, αναγνώρισαν ότι το φως του ήλιου είναι το καλύτερο απολυμαντικό: Η θεραπεία για τον κακό λόγο είναι ο καλός λόγος. Η θεραπεία για το ψέμα είναι η αλήθεια.
- Διαβάστε επίσης – Η Παγώνη «αδειάζει» την κυβέρνηση: «Οι ανεμβολίαστοι υγειονομικοί πρέπει να επιστρέψουν στις δουλειές τους»
Η φίμωση των ανθρώπων δεν σημαίνει ότι οι προβληματικές ιδέες εξαφανίζονται. Οδηγεί μόνο τους οπαδούς τους σε θαλάμους με ηχώ. Οι άνθρωποι που χλευάζονται από το Twitter, για παράδειγμα, συχνά στρέφονται στους Gab και Gettr, όπου είναι λιγότερο πιθανό να αντιμετωπίσουν προκλήσεις σε εμφανώς ψευδείς δημοσιεύσεις που ισχυρίζονται, για παράδειγμα, ότι τα εμβόλια για την COVID είναι τοξικά.
Πράγματι, αυτή η υπόθεση δεν θα μπορούσε να απεικονίσει με μεγαλύτερη σαφήνεια τον κύριο σκοπό της Πρώτης Τροποποίησης και το γιατί οι συντάκτες του Συντάγματος δεν δημιούργησαν εξαιρέσεις για «παραπληροφόρηση». Οι κυβερνητικοί παράγοντες είναι εξίσου επιρρεπείς σε προκαταλήψεις, ύβρεις και λάθη όπως και οι υπόλοιποι από εμάς.
Οι Δρ Φάουτσι και Κόλινς, ερωτευμένοι με τη φήμη και την αυτοπεποίθηση, ανέλαβαν να καταστείλουν τη συζήτηση για το πιο σημαντικό θέμα της ημέρας. Αν οι Αμερικανοί είχαν μάθει για τη Διακήρυξη του Great Barrington και τους είχε δοθεί η ευκαιρία να συλλογιστούν τις ιδέες της και είχε επιτραπεί σε επιστήμονες όπως ο Μπαταχαριά, Γκούπτα και Κούλντορφ να μιλήσουν ελεύθερα, η ιστορία της εποχής της πανδημίας μπορεί να είχε εξελιχθεί με πολύ λιγότερη τραγωδία -και με πολύ μικρότερη ζημιά στους θεσμούς που υποτίθεται ότι προστατεύουν τη δημόσια υγεία. Και αν μάθαιναν την πλήρη αλήθεια οι Αμερικανοί, τότε θα την μάθαινε και ο υπόλοιπος «ελεύθερος» κόσμος…
Ακολουθείστε μας στα social media για να βλέπετε πρώτοι τα άρθρα μας
primenews.press